τετράρχης — tetrarch masc nom sg τετραρχέω to be tetrarch imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράρχης — ο, ΝΜΑ 1. (στην αρχ. Ελλάδα) α) διοικητής τετραρχίας, διοικητικής περιφέρειας τεσσάρων επαρχιών β) αρχηγός τεσσάρων λόχων ή εξήντα τεσσάρων ανδρών 2. (στη Ρώμη) α) διοικητής τού ενός τετάρτου μιας επαρχίας β) ο διοικητής μιας από τις ανατολικές… … Dictionary of Greek
τετράρχαι — τετράρχης tetrarch masc nom/voc pl τετράρχᾱͅ , τετράρχης tetrarch masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραρχῶν — τετράρχης tetrarch masc gen pl τετραρχέω to be tetrarch pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράρχαις — τετράρχης tetrarch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράρχην — τετράρχης tetrarch masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράρχου — τετράρχης tetrarch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράρχῃ — τετράρχης tetrarch masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… … Dictionary of Greek
τετράρχας — τετράρχᾱς , τετράρχης tetrarch masc acc pl τετράρχᾱς , τετράρχης tetrarch masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)